ὁμότυπος

ὁμότυπος
ὁμό-τῠπος, ον,
A identical in tenor, PFlor.50.116 (iii A.D.), PLips.28.23 (iv A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομότυπος — η, ο (Α ὁμότυπος, ον) νεοελλ. (για όργανα ζώου) αυτός που παρουσιάζει στη δομή και τη μορφή του αναλογίες με κάποιον άλλο, αν και βρίσκεται μακριά από αυτόν («τα οστά τού πήχη είναι ομότυπα με τα οστά τής κνήμης») αρχ. 1. αυτός που έχει τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοτυπία — η (Α ὁμοτυπία) [ομότυπος] η ιδιότητα τού ομοτύπου, η σχέση μεταξύ τών ομοτύπων, η ομοιότητα στον τύπο, στη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”